Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ολα (είναι) εν

  • 1 порядок

    порядок м 1) η τάξη* приводить в \порядок τακτοποιώ· συγυρίζω (помещение) 2) (последовательность) η σειρά ◇ \порядок дня η ημερήσια διάταξη- всё в \порядокке όλα είναι εντάξει
    * * *
    м
    1) η τάξη

    приводи́ть в поря́док — τακτοποιώ; συγυρίζω ( помещение)

    ••

    поря́док дня — η ημερήσια διάταξη

    всё в поря́дке — όλα είναι εντάξει

    Русско-греческий словарь > порядок

  • 2 ажур

    ажур
    м:
    все в \ажуре ὀλα εἶναι σέ τάξη, ὅλα εἶναι τακτοποιημένα

    Русско-новогреческий словарь > ажур

  • 3 порядок

    поря́д||ок
    м
    1. ἡ τάξη [-ις]:
    образцовый \порядок ἡ παραδειγματική τάξις· нарушитель \порядокка ὁ παραβάτης, ὁ ταραξίας, ὁ ταραχοποιός· приводить в \порядок τακτοποιώ! βάζω σέ τάξη· приводить себя в -. σιάχνομαι, σιγυρίζομαι· призывать к \порядокку ἀνακαλώ είς τήν τάξιν
    2. (последователь, ность) ἡ σειρά, ἡ συνέχεια:
    алфави́тный \порядок ἡ ἀλφαβητική σειρά· по \порядокку κατα σειράν, μέ τή σειρά, διαδοχικά, διαδοχν κῶς·
    3. (способ) ὁ κανονισμός:
    \порядок выборов ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών в \порядокщ контроля σάν ϊλεγχο· в \порядокке обсуждения ὡς θέμα προς συζήτησιν в спешном \порядокке γρήγορα, βιαστικά·
    4. (строй, си, стема) ἡ τάξις, ὁ σχηματισμός, ἡ δια-τάξις:
    при старом \порядокке στό παλαιό[ν] καθεστώς·
    5. (обычай) οἱ συνήθειες, τό ἔθιμα (τά ήθη καί ἔθιμα)· ◊ боевой \порядок ὁ σχηματισμός μάχης· \порядок дия ἡ ἡμερησία διάταξις' все в \порядокке ὅλα εἶναι ἐν τάξει, ὅλα πανε καλά· тут что-то не ι \порядокке κάπου κουτσαίνει ἡ ὑπόθεση· д£лс идет своим \порядокком ἡ ὑπόθεσις (ή δουλειά) ἀκολουθεῖ τόν δρόμο της· это дело совершенно ино́го \порядокка αὐτή ἡ ὑπόθεσι εἶναι ἐντελώς διαφορετική· в \порядокке вещей συνειθισμένο πρᾶγμα

    Русско-новогреческий словарь > порядок

  • 4 комментарий

    α., γεν. πλθ. -иев ουδ.
    1. σχόλιο (αποσαφήνιση χωρίων κειμένου).
    2. κρίση•

    -и печати σχόλια του τύπου.

    εκφρ.
    - и излишни – τα σχόλια είναι περίσσια (όλα είναι ξεκάθαρα).

    Большой русско-греческий словарь > комментарий

  • 5 дым

    дым
    м ὁ καπνός· ◊ нет \дыма без огий δέν ὑπάρχει καπνός χωρίς φωτιά· \дым коромыслом разг φασαρία, θόρυβος, ὀλα εἶναι ἄνω κάτω.

    Русско-новогреческий словарь > дым

  • 6 хуже

    хуже
    (сравнит, ст. от прил плохой и худо́й II 1 и от нареч плохо и худо II) χειρότερα:
    тем \хуже τόσο τό χειρότερο· больному \хуже ὁ ἀσθενής (или ὁ ἄρρω-στος) χειροτέρευσε· все \хуже и \хуже ὅλο καί χειρότερα· \хуже всего́ то, что... τό χειρότερο ἀπ' ὅλα εἶναι ὅτι...· бывает \хуже συμβαίνουν καί χειρότερα.

    Русско-новогреческий словарь > хуже

  • 7 τάξη

    [-ις (-εως)] η
    1) порядок;

    σε αλφαβητική τάξη — по алфавиту, в алфавитном порядке;

    ανακαλώ εις την τάξιν — призывать к порядку;

    βάζω τάξη — наводить порядок;

    βάζω σε τάξη — приводить в порядок;

    ολα (είναι) εν τάξει — всё в порядке;

    έλλειψη τάξης — анархия, беспорядок;

    2) (общественный) класс; сословие;

    η εργατική τάξη — рабочий класс;

    ιθύνουσα τάξη — правящий класс;

    πάλη των τάξεων — классовая борьба;

    κυρίαρχη (άρχουσα) τάξη — господствующий класс;

    τρίτη τάξη — третье сословие;

    τάξτών μικροαστών — мещанское сословие;

    3) ряды, строй;

    πυκνή τάξη — сплочённые ряды;

    στίς τάξεις τού στρατού — в (рядах) армии;

    τον διαγράφω απ' τίς τάξεις — исключать кого-л. из рядов (партии, армии и т. п.);

    4) биол отряд, класс;
    5) разряд; класс; тип;

    πρώτης τάξς — или πρώτης τάξέως — первокласный;

    6) класс (в школе1);

    μένω στην ίδια τάξη — оставаться на второй год;

    προβιβάζομαι στην δεύτερη τάξη — переходить во второй класс;

    7) физиол, месячные, менструация;

    § εν τάξει — ладно, согласен

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τάξη

  • 8 χειρότερο(ν)

    το 1. худшее;

    ο άρρωστος πάει στο χειρότερο(ν) — больному всё хуже и хуже;

    τόσο το χειρότερο(ν) — тем х;

    уже;

    τό χειρότερο(ν)

    хуже всего, самое худшее;

    τό χειρότερο(ν) απ' όλα είναι ότι... — хуже всего то, что...;

    2. επίρρ. см. χειρότερα;

    § ΰποιος δε 'δεί τα χειρότερα δε θυμ,άται τα καλύτερα — посл, тот, кто не изведал плохого, не оценит и хорошее

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χειρότερο(ν)

  • 9 χειρότερο(ν)

    το 1. худшее;

    ο άρρωστος πάει στο χειρότερο(ν) — больному всё хуже и хуже;

    τόσο το χειρότερο(ν) — тем х;

    уже;

    τό χειρότερο(ν)

    хуже всего, самое худшее;

    τό χειρότερο(ν) απ' όλα είναι ότι... — хуже всего то, что...;

    2. επίρρ. см. χειρότερα;

    § ΰποιος δε 'δεί τα χειρότερα δε θυμ,άται τα καλύτερα — посл, тот, кто не изведал плохого, не оценит и хорошее

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χειρότερο(ν)

  • 10 ходить

    хожу, ходишь
    ρ.δ.
    1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω, βαίνω•

    только что он начал -после тифа μόλις άρχισε αυτός να βαδίζει μετά τον τύφο.

    2. βλ. идти (1 σημ.), με τη διαφορά ότι•

    ходить σημαίνει επαναληπτική κίνηση, προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο•

    ходить с угла в угол βαδίζω από γωνία σε γωνία•

    ходить на цыпочках βαδίζω στις μύτες των ποδιών•

    ходить в ногу συμβαδίζω, πηγαίνω βήμα (βηματισμό)•

    ходить на вслах, πηγαί-με τα κουπιά, κωπηλατώ.

    || κινούμαι•

    месяц -ит по небу το φεγγάρι κινείται στον ουρανό.

    || μεταδίδομαι, εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    дым -ит по всей комнате ο καπνός ξαπλώνεται σ όλο το δωμάτιο.

    3. μεταβαίνω, πηγαίνω (με σημ. επανάληψης της ενέργειας, προς διάφορες κατευθύνσεις κ. διάφορο χρόνο)•

    ходить по магазинам πηγαίνω στα μαγαζιά•

    ходить на охоту πηγαίνω στο κυνήγι•

    ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο•

    ходить в гости πηγαίνω φιλοξενούμενος•

    ходить гулять πηγαίνω περίπατο.

    || εκστρατεύω• πορεύομαι• επιτίθεμαι.
    4. κινούμαι γρήγορα.
    5. μεταδίδομαι από χέρι σε χέρι. || διαδίδομαι•

    вести -ят в народе τα νέα διαδίδονται (κυκλοφορούν) στο λαό.

    6. κινούμαι πίσω-μπρος, παλινδρομώ•

    -ит пила το πριόνι πηγαίνει πίσω-μπρός ή μπρος• πίσω•

    поршни -ят вверх и вниз τα έμβολα πηγαίνουν άνω-κάτω (ανεβοκαταβαίνουν).

    7. ταλαντεύομαι, δονούμαι, κουνιέμαι•

    мост -ит из стороны в сторону η γέφυρα κουνιέται (πηγαίνει πέρα-δώθε).

    8. βλ. идти (10 σημ.)•
    9. (διαλκ.) φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    10. τ ιμώμαι•

    квартира -ит двадцать рублей το διαμέρισμα αυτό νοικιάζεται είκοσι ρούβλια.

    || κυκλοφορώ• περιφέρομαι ή είμαι σε χρήση, σε συναλλαγή.
    11. περιποιούμαι, φροντίζω•

    ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο•

    ходить за цветами περιποιούμαι τα λουλούδια.

    12. έχω το βαθμό, υπηρετώ με το βαθμό ή το αξίωμα.
    13. φορώ, φέρω•

    ходить в очках φορώ γυαλιά•

    ходить в лэлтях φορώ πα-λιοτσάρουχα.

    14. (γι,α κατάσταση)• βαδίζω, πηγαίνω•

    ходить как в тумане βαδίζω σαν σε ομίχλη (είμαι σκοτουριασμένος)•

    ходить повеся нос πηγαίνω με κρεμασμένο το κεφάλι (ταπεινωμένος)•

    ходить угрюмным βαδίζω σκυθρωπός•

    ходить голодным γυρίζω (περιφέρομαι) νηστικός.

    15. βλ. идти (19 σημ.).
    16. αφοδεύω, αποπατώ ή ουρώ.
    εκφρ.
    ходить в золоте – ντύνομαι (βγαίνω) ντυμένος στα χρυσά (πολυτελέστατα)•
    ходить по деламπαλ. • είμαι επιτετραμμένος ή ενταλμένος•
    не ходить за словом в карманπαλ.βλ. έκφραση στη λ. лезть•
    (все) под Богом -имπαλ. • άλλοι καθορίζουν την τύχη μας• όλα είναι δυνατόν να συμβούν.

    Большой русско-греческий словарь > ходить

  • 11 весь

    весь
    (вся, все, все) мест.
    1. ὀλος, ὁλόκληρος, πάς (πάσα, πἄν):
    \весь день ὅλη τή μέρα, ὁλάκερη μέρα· \весь иаро́д ὀλος ὁ λαός, ὅλος ὁ κόσμος· табак у меня \весь вышел ὅλος ὁ καπνός μου τελείωσε·
    2. все ὅλα, τό πᾶν:
    он о^лся без всего́ Εμεινε θεόγυμνος, δέν τοῦ ἐμεινε τίποτε· это лу́чше всего αὐτό εἶναι τό καλλίτερο ἀπ' ὅλα· всего́ понемногу λίγο ἀπ' ὅλα·
    3. все мн. ὅλοι:
    все за одного́ \весь оди́н за всех ὅλοι γιά τόν ἕνα καί ὁ ἔνας γιά ὅλους·
    4. (целиком, полностью) ὅλος:
    он \весь в поту́ εἶναι καταϊδρωμένος· он \весь в отца εἶναι ἰδιος ὁ πατέρας του· ◊ во вей разг μ'ὅλες τίς δυνάμεις· во всю прыть ὁλοταχώς, μέ ὅλη τήν ταχύτητα· все равно́ а) εἶναι τό ίδιο, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό (равносильно), б) εἶναι ἀδιάφορο (безразлично), в) δ' ὅλα ταύτα, παρ' ὅλα αὐτά (несмотря ни на что)· я все равно́ это сделаю παρ' ὅλα αὐτά θά τό κάνω· мне все равно́ μοῦ εἶναι ἀδιάφορό всего́ хорошего! στό καλό!, γεια χαρά!,ῶρα καλή!

    Русско-новогреческий словарь > весь

  • 12 весь

    всего α., вся, -ей θ., все, всего, ουδ. πλθ. все, всех, αντων.
    1. όλος, -η, -ο,άπας, -α, -αν•

    весь день όλη τη μέρα•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    вся страна όλη η χώρα•

    все население όλος ο πληθυσμός•

    все люди όλοι οι άνθρωποι•

    со всех сторон από παντού•

    всеми силами με όλες τις δυνάμεις.

    || με σημ. κατηγ. τελειώνω, εξαντλούμαι, ξοδεύομαι•

    молоко-то у нас все το γάλα μας τέλειωσε.

    2. ολόκληρος, όλος• ακέριος•

    он весь в поту είναι κάθιδρος•

    он весь в отца αυτός είναι ίδιος πατέρας, μοιάζει καταπληκτικά τόν πατέρα.

    3. ουσ. ουδ. το παν, τα πάντα, όλα•

    все для победы όλα για τη νίκη•

    для меня ты все για μένα εσύ είσαι το παν.

    4. η γεν. всего, всех με συγκρ. β. επ. κ. επιρ. επέχει θέση υπερθ. β. чаще всего συχνότατα, συνηθέστατα•

    лучше всех καλύτερα απ’ όλους.

    5. Με όλο(ν), όλη•

    во весь голос μ’ ολη τη δύναμη της φωνής•

    изо всех сил μ’ όλες τις δυνάμεις•

    при всем том παρ’ ολ! αυτά, εν τούτοις•

    во всю силу μ’ όλη τη δύναμη.

    εκφρ.
    безκ. безо всего χωρίς τίποτε•
    все равно – το ίδιο κάνει, το ίδιο πράγμα είναι, το ιδιο είναι, ένα και το αυτό• είναι αδιάφορο• είτε έτσι, είτε αλλιώς• και όμως, εν τούτοις, παρ όλ’ αυτά, μ’ όλα ταύτα•
    все одно – το ιδιο είναι•
    все до одного – όλοι ως τον ένα, ως τον τελευταίο•
    весь всего хорошего – (αποχαιρετισμός) στο καλό•
    вот и все – τέλος, φτάσαμε στο τέλος, αυτό ήταν όλο•
    все одноκ. все едино βλ. πιο πάνω•
    все равно• по всему – απ’ όλα (τα σημάδια).
    θ.
    παλ. χωριό.

    Большой русско-греческий словарь > весь

  • 13 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 14 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

  • 15 мочь

    могу, можешь, могут, παρλθ. χρ. мог, -ла, -ло, μτχ. ενεστ. могущий
    ρ.δ.
    1. μπορώ, δύναμαι•

    не -у спать δε μπορώ να κοιμηθώ•

    не -у понять δε μπορώ να καταλάβω•

    он всё -жет αυτός όλα μπορεί να τα κάμει•

    не -у вам помочь δε μπορώ να σας βοηθήσω•

    терпеть его не -у δε μπορώ να τον υποφέρω.

    2. может επίρ. δυνατόν, ίσως, μπορεί•

    на вид -жет, крепкий, но... στην όψη, μπορεί να φαίνεται γερός, όμως...

    εκφρ.
    -жет быть ή быть -жет – μπορεί, είναι δυνατόν, ίσως, πιθανόν, ενδεχομένως•
    не -жет быть! – είναι αδύνατον! δεν είναι δυνατόν! αποκλείεται!•
    не моги – (απλ.) μη τολμάς•
    как живёте-можете? – πως ζήτε, πως περνάτε;
    θ. (απλ.) δύναμη•

    кричать во всю мочь φωνάζω μ όλη τη δύναμη•

    бежать изо всей -и τρέχω μ όλα τα δυνατά•

    что есть -и μ όση δύναμη έχω•

    - и нет ή не стало δεν έχω πιά άλλη δύναμη, δεν αντέχω πιά.

    Большой русско-греческий словарь > мочь

  • 16 дело

    дел||о
    с
    1. (работа, занятие) ἡ δουλειά, ἡ ἀσχολία, ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    у него́ много \делоа ἐχει πολλές δουλειές, εἶναι πολυάσχολος· приниматься за \дело καταπιάνομαι μέ τή δουλειά, καταπιάνομαι μέ τήν ὑπόθεση общественные \делоа οἱ δημόσιες (или οἱ κοινωνικές) ὑποθέσεις· он пошел по \делоам πήγε γιά δουλειά· болтаться без \делоа γυρίζω χασομέρης· у меня дел по горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά·
    2. (специальность, область знаний) ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη, ἡ βιομηχανία:
    военное \дело ἡ πολεμική τέχνη· горное \дело ἡ μεταλλευτική· столярное \дело ἡ ξυλουργική, ἡ ξυλουργία· издательское \дело ἡ ἐκδοτική ἐπιχείρηση, ἡ ἐκδοτική τέχνη· газетное \дело ἡ δημοσιογραφία, ἡ ἐφημεριδογραφία· он мастер своего \делоа εἶναι μάστορας στή δουλειά του·
    3. (предмет, цель забот, интерес) ἡ ὑπόθεση[-ις]:
    это его личное \дело εἶναι δική του δουλειά, εἶναι προσωπική του ὑπόθεση· мне нет \делоа до этого ἐγώ δέν ἀνακατεύομαι σ' αὐτή τήν ὑπόθεσή у мейя к вам \дело ἔχω νά σας μιλήσω· по личному \делоу γιά ἀτομική ὑπόθεση, γιά προσωπικό ζήτημα· правое \дело ἡ δίκαια ὑπόθεση· бороться за \дело мира ἀγωνίζομαι γιά τήν ὑπόθεση της εἰρήνης· \дело чести ζήτημα τιμής·
    4. (вопрос, существо) ἡ ὑπόθεση[-ις], τό πρά(γ)μα, τό ζήτημα:
    суть \делоа ἡ οὐσία της ὑπόθεσης· это к \делоу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·
    5. (деяние, поступок) τό ἐργο[ν]. ἡ πράξη [-ις]:
    доброе \дело ἡ καλή πράξη, это \дело всей его жизни εἶναι ἐργον ὅλης του τής ζωής'
    6. (событие, происшествие)^ ὑπόθεση [-ις], ἡ δουλειά, τό γεγονός:
    загадочное \дело ἡ μυστηριώδης, ἡ αίνιγ-ματική ὑπόθεση· \дело было осенью αὐτό συνέβη τό φθινόπωρο· это \дело прошлое αὐτό ἀνήκει στό παρελθόν
    7. (положение вещей, обстоятельства) τά πρά(γ)-ματα, οἱ δουλειές:
    как ваши \делоа? πῶς πάνε οἱ δουλειές, πῶς πάνε τά πράματα;·
    8. юр. ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    гражданское (уголовное) \дело ἡ ἀστική (ή ποινική) ὑπόθεση· возбудить \дело κινώ ἀγωγή, ἐνάγω· выиграть \дело κερδίζω τήν ὑπόθεση, κερδίζω τή δίκη·
    9. канц. ὁ φάκελλος:
    личное \дело ὁ ἀτομικός φάκελλος·
    10. (круг ведения) ἡ ἀρμοδιότητα [-ης], ἡ δικαιοδοσία:
    это \дело прокурату́ры αὐτό ὑπάγεται στήν ἀρμοδιότητα τῆς είσαγγελίας· вмешиваться не в свое \дело ἀνακατεύομαι σέ ξένες ὑποθέσεις·
    11. (предприятие) уст. ἡ ἐπιχείρηση [-ις] / ὁ ἐμπορικός οίκος (фирма)· ◊ \дело вкуса ζήτημα γούστου· в чем \дело? τί συμβαίνει;· не в этом \дело δέν πρόκειται γί αὐτό· это другое \дело εἶναι ἄλλη ὑπόθεση· на \делое στήν πραγματικότητα· в самом \делое πράγματι, πραγματικά, στ' ἀλήθεια, ἀληθώς· то и \дело... ὅλο καί...· первым \делоом πρίν ἀπ' ὅλα, πρῶτα πρῶτα· между \делоом μεταξύ ἀλλων \дело в том, что... τό ζήτημα εἶναι ὀτι.. · говорить \дело (ό)μιλῶ σοβαρά· хорошенькое \дело! ирон. ὠραία δουλειά!· в том то и \дело, что... αὐτό εἶναι ἀκριβώς τό ζήτημα, ὀτι...· ну и \дело с концом! καί μ' αὐτό τελειώσαμε!· виданное ли это \делоΙ ποϋ ξανακούστηκε νά...!· быть не у дел δέν εἶμαι στά πράγματα· \дело мастера боится погов. ἡ κάθε δουλειά θέλει τό μάστορα της.

    Русско-новогреческий словарь > дело

  • 17 дело

    дело с 1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο (творение), το ζήτημα (вопрос ) -мира η υπόθεση της ειρήνης 2) (занятие, работа ) η δουλειά у меня много дел сегодня πολλές δουλειές έχω σήμερα 3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός 4) (поступок) το έργο, η πράξη 5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη 6) юр. η υπόθεση' ο φάκελος, гражданское (уголовное) - η αστική (ποινική) υπόθεση, как дела? πώς τα πάτε; в чём \дело? τι συμβαίνει; в самом деле? αλήθεια; - в том, что... πρό κειται για..., το ζήτημα είναι ότι... на деле στην πραγμα τικότητα, первым -м πρώτα απ'ολα
    * * *
    с
    1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο ( творение); το ζήτημα ( вопрос)

    де́ло ми́ра — η υπόθεση της ειρήνης

    2) (занятие, работа) η δουλειά

    у меня́ мно́го дел сего́дня — πολλές δουλειές έχω σήμερα

    3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός
    4) ( поступок) το έργο, η πράξη
    5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη
    6) юр. η υπόθεση; ο φάκελος

    гражда́нское (уголо́вное) де́ло — η αστική (ποινική) υπόθεση

    ••

    как дела́? — πώς τα πάτε

    в чём де́ло? — τι συμβαίνει

    в са́мом де́ле? — αλήθεια

    де́ло в том, что... — πρόκειται για..., το ζήτημα είναι ότι…

    на де́ле — στην πραγματικότητα

    пе́рвым де́лом — πρώτα απ'όλα

    Русско-греческий словарь > дело

  • 18 для

    для για, δια всё \для победы όλα για τη νίκη это \для меня αυτό είναι για μένα; \для того, чтобы... για να...
    * * *
    για, δια

    всё для побе́ды — όλα για τη νίκη

    э́то для меня́ — αυτό είναι για μένα

    для того́, что́бы... — για να…

    Русско-греческий словарь > для

  • 19 пустяк

    пустяк м το τίποτα, το ασήμαντο· это \пустяк αυτό δεν είναι τίποτα* \пустякй, всё уладится τιποτένια πράγματα, όλα θα ταιριάσουν
    * * *
    м
    το τίποτα, το ασήμαντο

    э́то пустя́к — αυτό δεν είναι τίποτα

    пустя́ки́, всё ула́дится — τιποτένια πράγματα, όλα θα ταιριάσουν

    Русско-греческий словарь > пустяк

  • 20 πιάνω

    (αόρ. έπιασα) 1. μετ.
    1) брать(ся) руками, трогать; хватать;

    πιάσε με από το χέρι — возьми меня за руку;

    πιάνω κάποιον από τα μαλλιά — хватать кого-л. за волосы;

    πιάνω τον σφυγμό — пощупать пульс;

    τον έπιασα από το λαιμό я его схватил за горло;
    2) доставать, брать;

    πιάσε μου το βιβλίο από το ράφι — достань мне ту книгу со стеллажа;

    3) ловить; поймать;

    πιά ψάρια — ловить рыбу;

    πιάνω τον κλέφτη — поймать вора;

    πιάστε τον! — ловите его1;

    με έπιασε στο δρόμο και μού τα είπε όλα он меня поймал на улице и всё рассказал;
    4) перен. улавливать, схватывать;

    πιάνω τό νόημα — схватывать смысл;

    5) заставать, застигать;
    όταν επιστρέφαμε μας έπιασε βροχή на обратном пути нас застал дождь;

    βιάσου να μην σε πιάσει η νύχτα — поторопись, а то тебя застигнет ночь;

    6) уличать (в чём-л.);
    ловить (на чём-л.); τον έπιασε να λέει ψέμματα (να κλέβει) он его уличил во лжи (в краже); 7) выручать, получать (деньги); зарабатывать;

    τό μαγαζί πιάνει τρείς χιλιάδες τη μέρα — дневная выручка магазина составляет три тысячи драхм;

    τό σπίτι θα πιάσει πενήντα χιλιάδες — за дом можно получить пятьдесят тысяч драхм;

    έπιασε πέντε παράδες και μας κάνει τον καμπόσο он заработал немного денег и уже важничает;

    δεν πιάνω ούτε τα λεφτά μου — продавать в убыток; — невыгодно продавать;

    8) занимать, захватывать (что-л.);

    πιάσε δυό θέσεις — займи два места;

    πιάσαμε την γέφυρα — мы заняли мост;

    9) нанимать, снимать; брать в аренду;

    πιάνω σπίτι — арендовать дом;

    πιάνω κατοικία — снимать квартиру;

    10) вмещать; иметь объём;

    τό βαρέλι πιάνει τετρακόσια κιλά — бочка вмещает 400 килограмм;

    11) заводить, завязывать (дружбу, беседу и т. п.);

    πιάσανε φιλία — они подружились;

    πιάσαμε κουβέντα — мы завели разговор;

    12) оценивать, давать цену;

    τό σπίτι θα το πιάσουμε γιά εκατό χιλιάδες δραχμές — мы дадим за этот дом сто тысяч драхм;

    13) принимать в расчёт;

    τα μεταφορικά δεν τα πιάνουμε — транспортные расходы в расчёт не принимаются;

    14) доставать (воду из колодца и т. п.); наливать (вино и т. п.);

    πιάσε πέντε κιλά λάδι από το βαρέλι — налей пять килограмм масла из бочки;

    15) страдать, болеть (чём-л.);

    τον πιάνει πονοκέφαλος — он страдает головными болями;

    την έπιανε ελονοσία επί δυό χρόνια она два года болела малярией;
    τον έπιασε το σηκώτι у него схватило печень, у него заболела печень;

    την πιάνει η θάλασσα — она плохо переносит море, страдает морской болезнью;

    16) охватывать (кого-л.), овладевать (кем-л.); нападать, находить (на кого-л.);

    με πιάνει συγκίνηση όταν ακούω τη φωνή της — когда я слышу её голос, меня охватывает волнение;

    σε πιάνει λύπη να τον βλέπεις — когда смотришь на него, испытываешь жалость;

    όταν τον βλέπει τον πιάνει θυμός — при виде его он сердится;

    τί τον έπιασε και φωνάζει; что на него нашло, что он кричит?; почему он кричит?;
    17) охватывать (кого-что-л.), распространяться (на кого-что-л.);

    πιάσανε φωτιά και τα γειτονικά σπίτια — огонь перекинулся и на соседние дома;

    18) брать (кого-л.), действовать (на кого-л.);

    δεν τον πιάνει το κρασί — вино его не берёт, от вина он не пьянеет;

    τον πιάνει ο ήλιος — он быстро загорает;

    τίς ελιές τίς έπιασε το αλάτι маслины хорошо просолились;
    19) схватить (болезнь), заразиться (болезнью);

    πιάνω γρίππη — заразиться гриппом;

    20) затрагивать, касаться;

    εμάς δεν μας πιάνει αυτός ο νόμος — нас этот закон не касается;

    § πιάνω τόπο — оказываться полезным (о советах, просьбах и т. п.);

    πιάνω στο στόμα μου κάποιον — а) злословить (о ком-л.); — б) постоянно упоминать кого-л.;

    κάτι έπιασε τ' αφτί μου до слуха моего дошло;
    я услышал;

    πιάνω τό θεό — божиться;

    πιάνω τό τραγούδι — затянуть песню;

    πιάνω πουλιά στον αέρα — быть очень способным, ловким; — на ходу подмётки рвать;

    πιά με το καλό — подойти по-хорошему (к кому-л.); — действовать добром (на кого-л.);

    πιά κάποιον στα πράσα — поймать с поличным кого-л.;

    δεν τον πιάνει το μάτι σου — внешне он не производит впечатления;

    δεν πιάνω χαρτωσιά ( — или μπάζα) μπροστά σε κάποιον — и в подмётки не годиться кому-л.;

    δεν τον πιάνω νει το φαΐ — еда ему не впрок;

    не в коня корм;
    έπιασε τη μέση του он вылетел в трубу;

    είναι να πιάνεις τη μύτη σου — всё это отвратительно;

    τον πιάνει το γλυκύ του ( — или

    τό καλό του) у него бывают припадки эпилепсии;

    μάτι κακό να μην σε πιάσει — упаси тебя боже от дурного глаза;

    τί έπιασες κι' έκαμες! что ты натворил!;
    2. αμετ. 1) прилипать, приклеиваться;

    τα γραμματόσημα δεν πιάνουν στον φάκελλο ( — почтовые) марки не приклеиваются к конверту;

    2) приниматься, пускать корни; прививаться (тж. перен.); расти, произрастать (о растениях);

    οι μηλιές δεν πιάνουν στα μέρη μας — в наших краях яблони не растут;

    τό μπόλι δεν έπιασε черенок не привился;
    αυτή η μόδα δεν έπιασε эта мода не привилась; 3) пришвартовываться, причаливать;

    αυτό το πλοίο δεν πιάνει στην 'Αλεξάνδρεια — этот пароход не причаливает у Александрия;

    4) уходить, убегать;

    πιάνω τα βουνά — уходить в горы;

    5) начинать гореть, воспламеняться, зажигаться; заниматься (об огне);

    τα ξύλα είναι χλωρά και δεν πιάνουν — дрова сырые и поэтому не- загораются;

    6) забеременеть;
    έπιασε παιδί απ' αυτόν она от него забеременела; 7) оказывать воздействие, давать результат;

    οι διαμαρτυρίες πιάσανε — протесты оказали действие;

    οι κατάρες του έπιασαν его проклятия сбылись;
    8) застревать, встречать преграду;

    τό κλειδί κάπου πιάνει — ключ где-то застревает;

    9) начинаться, разражаться; наступать;
    έπιασε βροχή начался дождь;

    τό φθινόπωρο συχνά πιάνει τρικυμία — осенью часто разражаются штормы;

    έπιασαν οι παγωνιές наступили морозы;

    § πιάνω απ' την αρχή — начинать сначала;

    πιάνομαι

    1) — держаться, хвататься (за что-л.);

    πιάνόμαστε από το χέρι — держаться за руки;

    πιάσου από το τραπέζι держись за стол;
    2) (за)цеплять'ся;

    πιάστηκε το φουστάνι σ' ένα καρφί — платье зацепилось за гвоздь;

    3) перен. цепляться, ухватываться;

    πιάνομαι από κάποια ιδέα — ухватиться за какую-л. мысль 4) попасться, быть пойманным, схваченным;

    ο κλέφτης πιάστηκε — вор пойман;

    5) быть уличённым;

    πιάστηκαν να λένε ψέμματα — они были уличены во лжи;

    6) ссориться; драться;

    αυτός πιάνεται με όλον τον κόσμο — он со всеми ссорится;

    στο τέλος πιάστήκανε — в конце они подрались;

    7) неметь; отниматься, парализоваться;

    πιάστηκαν τα πόδια του — а) у него ноги затекли; — б) у него ноги отнялись;

    8) быть занятым, захваченным (о месте и т. п.);

    πιάστηκαν όλα τα στρατηγικά σημεία ( — были) заняты все стратегические пункты;

    9) встать на ноги; стать зажиточным, разбогатеть;

    τα παιδιά του πιάστηκαν — его дети (уже) встали на ноги;

    § πιάνομαι από ψηλά — важничать, задирать нос;

    πιάνομαι από λεφτά — богатеть;

    πιάνομαι από τα λόγια μου ( — пли στα λόγια μου) — попадаться на слове;

    αυτός δεν πιάνεται από πουθενά — его разве поймаешь!;

    ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται — погов. утопающий хватается за соломинку

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πιάνω

См. также в других словарях:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»